-
1 служить
служ||и́тьнесов1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:\служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):\служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:\служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·5. (выполнять свое назначение):пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος; -
2 критерий
-я α.κριτήριο•критерий истины κριτήριο αλήθειας•
служить -ем χρησιμεύω σαν κριτήριο.
-
3 обусловить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. βάζω όρο, θέτω ρήτρα•он ничем не -ил своего содействия αυτός δεν έβαλε κανένα όρο για.τη συνεργασία του.
2. καθορίζω, προσδιορίζω, χρησιμεύω σαν αιτία•планомерный труд -ил успех дела η εργασία με πλάνο καθόρισε την επιτυχία της υπόθεσης.
-
4 ознаменовать
-ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ознаменованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. χρησιμεύω σαν τεκμήριο, σημαίνω;2. κάνω αξιοσημείωτο, αξιομνημόνευτο. || παλ. φημίζω δοξάζω. || γιορτάζω, τιμώ, λαμπρύνω.γίνομαι αξιοσημείωτος, αξιομνημόνευτος, μνημονεύομαι. -
5 опосредствовать
-ствую, -ствуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опосредствованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.(φιλοσ.) χρησιμεύω σαν συνδετικός κρίκος. -
6 служить
слуяу, служишь, μτχ. ενστ. служащийρ.δ.1. υπηρετώ (εκτελώ δημόσια, στρατιωτική ή άλλη υπηρεσία).2. παλ. είμαι υπηρέτης, δούλος.3. παλ. δουλεύω σαν υποταγής. || προσφέρω εκδούλευση• εξυπηρετώ.4. προσφέρω τις υπηρεσίες μου•служить родине υπηρετώ την πατρίδα•
служить народу υπηρετώ το λαό.
|| αποδίδομαι ολοκληρωτικά σε κάτι•служить бахусу το ρίχνω στο πιοτί (λατρεύω το Βάκχο)•
служить Мамоне λατρεύω το Μαμωνά (τον πλούτο).
5. εκτελώ τον προορισμό μου (για μέλη, όργανα του σώματος κ.τ.τ.).6. χρησιμεύω, χρησιμοποιούμαι•шинель эта -ла мне одеялом αυτή η χλαίνη μου χρησίμευσε για σκέπασμα•
служить примером χρησιμεύω για παράδειγμα.
7. ιερατευω• λειτουργώ, εκτελώ λειτουργία.8. (για μερικά ζώα) στέκομαι στα πισινά πόδια.βλ. ρ. ενεργ. φ. (6 σημ.). -
7 образец
-зца α.1. υπόδειγμα, δείγμα•-ы почвы δείγματα εδάφους (γης, χώματος)•
-ы новых изделий υποδείγματα (μοντέλα) νέων αντικειμένων.
2. παράδειγμα, τύπος, πρότυπο (κεντήματος) ξόμπλι (υποδηματοποιών, ραφτών) αχνάρι, πατρόν.3. υπόδειγμα, παράδειγμα•взять кого за образец παίρνω κάποιον για παράδειγμα•
стивить кого в образец другим αναφέρω κάποιον σαν παράδειγμα για άλλους•
образец искусства υπόδειγμα Τέχνης (αριστούργημα)•
образец квитанции υπόδειγμα απόδειξης•
служить -ом χρησιμεύω για παράδειγμα.
|| μορφή, σχήμα, παράσταση.
См. также в других словарях:
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
χρησιμεύσασαν — χρησιμεύσᾱσαν , χρησιμεύω to be useful aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)